- τιθαιβώσσω
- Α(ποιητ. τ.)1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι3. παρέχω τροφή, τρέφω4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε -ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή ποίηση].
Dictionary of Greek. 2013.